αρκτεία

αρκτεία
ἀρκτεία
ἀρκτείᾱ , ἄρκτειος
of a bear: fem nom /voc /acc dual
ἀρκτείᾱ , ἄρκτειος
of a bear: fem nom /voc sg (attic doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀρκτεία — ἀρκτείᾱ , ἄρκτειος of a bear fem nom/voc/acc dual ἀρκτείᾱ , ἄρκτειος of a bear fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρκτεία — η (Α) έθιμο συνδεδεμένο με τη λατρεία της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, τη Μουνιχία, στο Βραυρώνιο Ιερό της αθηναϊκής Ακρόπολης και στη Λήμνο, σύμφωνα με το οποίο «άρκτοι», κοριτσάκια 5 10 ετών, μετείχαν στην πομπή προς το ιερό της θεάς και… …   Dictionary of Greek

  • αρκτεύω — ἀρκτεύω (Α) [άρκτος] υπηρετώ ως άρκτος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (βλ. Αρκτεία) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”